σκοτερός

σκοτερός
σκοτερός, ά, όν,=
A

σκότιος, ὄρφνη Orph.A.1042

(s. v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοτερός — ή, ό, και ποιητ. τ. θηλ. σκοτερά, Ν σκοτεινός, σκότιος («ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα ερός (πρβλ. ζοφ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σκοτερή — σκοτερός fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”